- γείτων
- (-όνος) ο , η сосед, -ка;
γείτονες χώραι — соседние страны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γείτονες χώραι — соседние страны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γείτων — neighbour masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτων — βλ. γείτονας … Dictionary of Greek
γειτόνων — γείτων neighbour masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεῖτον — γείτων neighbour masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονα — γείτων neighbour masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονας — γείτων neighbour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονε — γείτων neighbour masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονες — γείτων neighbour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονι — γείτων neighbour masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονος — γείτων neighbour masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτοσι — γείτων neighbour masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)